ναυπηγέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυπηγέω < ναυπηγ(ός) + -έω
Ρήμα
επεξεργασίαναυπηγέω / ναυπηγῶ
- κατασκευάζω πλοία
- (στη μέση φωνή) κατασκευάζω πλοία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 31.1
- Τὸν δ᾽ ἐνιαυτὸν πάντα τὸν μετὰ τὴν ναυμαχίαν καὶ τὸν ὕστερον οἱ Κορίνθιοι ὀργῇ φέροντες τὸν πρὸς Κερκυραίους πόλεμον ἐναυπηγοῦντο καὶ παρεσκευάζοντο τὰ κράτιστα νεῶν στόλον,
- Για δύο ολόκληρα χρόνια οι Κορίνθιοι, οργισμένοι με τον πόλεμο της Κέρκυρας, ναυπηγούσαν καράβια κι ετοίμαζαν, με όλες τους τις δυνάμεις, ναυτική εκστρατεία.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Τὸν δ᾽ ἐνιαυτὸν πάντα τὸν μετὰ τὴν ναυμαχίαν καὶ τὸν ὕστερον οἱ Κορίνθιοι ὀργῇ φέροντες τὸν πρὸς Κερκυραίους πόλεμον ἐναυπηγοῦντο καὶ παρεσκευάζοντο τὰ κράτιστα νεῶν στόλον,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 173 @scaife.perseus
- ἑκατὸν δὲ τριήρεις πρὸς ταῖς ὑπαρχούσαις ἐναυπηγησάμεθα,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 31.1
- (στην παθητική φωνή) (για πλοία) κατασκευάζομαι, ναυπηγούμαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Πόροι ἢ περὶ Προσόδων, 4.35 @scaife.perseus
- οὐ γὰρ οὕτως ἔχει, ὡς ἀνάγκῃ ἅμα ταῦτα πάντα γίγνεσθαι ἢ μηδὲν ὄφελος αὐτῶν εἶναι· ἀλλʼ ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ ἢ ἀνδράποδα ὠνηθῇ, εὐθὺς ταῦτα ἐν ὠφελείᾳ ἔσται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Πόροι ἢ περὶ Προσόδων, 4.35 @scaife.perseus
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ναυπηγέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυπηγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.