κατασκευάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασκευάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατασκευάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκευάζομαι | κατασκευαζόμουν(α) | θα κατασκευάζομαι | να κατασκευάζομαι | ||
β' ενικ. | κατασκευάζεσαι | κατασκευαζόσουν(α) | θα κατασκευάζεσαι | να κατασκευάζεσαι | (κατασκευάζου) | |
γ' ενικ. | κατασκευάζεται | κατασκευαζόταν(ε) | θα κατασκευάζεται | να κατασκευάζεται | ||
α' πληθ. | κατασκευαζόμαστε | κατασκευαζόμαστε κατασκευαζόμασταν |
θα κατασκευαζόμαστε | να κατασκευαζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασκευάζεστε | κατασκευαζόσαστε κατασκευαζόσασταν |
θα κατασκευάζεστε | να κατασκευάζεστε | (κατασκευάζεστε) | |
γ' πληθ. | κατασκευάζονται | κατασκευάζονταν κατασκευαζόντουσαν |
θα κατασκευάζονται | να κατασκευάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκευάστηκα | θα κατασκευαστώ | να κατασκευαστώ | κατασκευαστεί | ||
β' ενικ. | κατασκευάστηκες | θα κατασκευαστείς | να κατασκευαστείς | κατασκευάσου | ||
γ' ενικ. | κατασκευάστηκε | θα κατασκευαστεί | να κατασκευαστεί | |||
α' πληθ. | κατασκευαστήκαμε | θα κατασκευαστούμε | να κατασκευαστούμε | |||
β' πληθ. | κατασκευαστήκατε | θα κατασκευαστείτε | να κατασκευαστείτε | κατασκευαστείτε | ||
γ' πληθ. | κατασκευάστηκαν κατασκευαστήκαν(ε) |
θα κατασκευαστούν(ε) | να κατασκευαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασκευαστεί | είχα κατασκευαστεί | θα έχω κατασκευαστεί | να έχω κατασκευαστεί | κατασκευασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασκευαστεί | είχες κατασκευαστεί | θα έχεις κατασκευαστεί | να έχεις κατασκευαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκευαστεί | είχε κατασκευαστεί | θα έχει κατασκευαστεί | να έχει κατασκευαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκευαστεί | είχαμε κατασκευαστεί | θα έχουμε κατασκευαστεί | να έχουμε κατασκευαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκευαστεί | είχατε κατασκευαστεί | θα έχετε κατασκευαστεί | να έχετε κατασκευαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκευαστεί | είχαν κατασκευαστεί | θα έχουν κατασκευαστεί | να έχουν κατασκευαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκευάζομαι
|