Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω). Συγγενές με το (λατινικά) pango

  Ρήμα επεξεργασία

πήγνυμι παθητική φωνή πήγνυμαι

  1. καρφώνω, στερεώνω
  2. φυτεύω
  3. κατασκευάζω
  4. κτίζω
  5. πήζω
  6. παγώνω
  7. ορίζω, καθορίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία