Δείτε επίσης: ναυπηγείο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ναυπηγεῖον τὰ ναυπηγεῖ
      γενική τοῦ ναυπηγείου τῶν ναυπηγείων
      δοτική τῷ ναυπηγεί τοῖς ναυπηγείοις
    αιτιατική τὸ ναυπηγεῖον τὰ ναυπηγεῖ
     κλητική ! ναυπηγεῖον ναυπηγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυπηγείω
γεν-δοτ τοῖν  ναυπηγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυπηγεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ναυπηγ(ός) + -εῖον → δείτε ναῦς & το επίθετο πηγός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυπηγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία