Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναυπηγοεπισκευαστικός η ναυπηγοεπισκευαστική το ναυπηγοεπισκευαστικό
      γενική του ναυπηγοεπισκευαστικού της ναυπηγοεπισκευαστικής του ναυπηγοεπισκευαστικού
    αιτιατική τον ναυπηγοεπισκευαστικό τη ναυπηγοεπισκευαστική το ναυπηγοεπισκευαστικό
     κλητική ναυπηγοεπισκευαστικέ ναυπηγοεπισκευαστική ναυπηγοεπισκευαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναυπηγοεπισκευαστικοί οι ναυπηγοεπισκευαστικές τα ναυπηγοεπισκευαστικά
      γενική των ναυπηγοεπισκευαστικών των ναυπηγοεπισκευαστικών των ναυπηγοεπισκευαστικών
    αιτιατική τους ναυπηγοεπισκευαστικούς τις ναυπηγοεπισκευαστικές τα ναυπηγοεπισκευαστικά
     κλητική ναυπηγοεπισκευαστικοί ναυπηγοεπισκευαστικές ναυπηγοεπισκευαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυπηγοεπισκευαστικός < ναυπηγός + επισκευαστικός

  Επίθετο επεξεργασία

ναυπηγοεπισκευαστικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στη ναυπήγηση και την επισκευή πλοίων
    η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία