αμάντριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμάντριστος < α- + μαντρίζω + -τος < μαντρί < μεσαιωνική ελληνική μανδρίον, υποκοριστικό του μανδρα
Επίθετο επεξεργασία
αμάντριστος
- που δεν έχει μαντριστεί, δεν έχει κλειστεί σε μαντρί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάντριστος
|