Δείτε επίσης: Μάνδρα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάνδρ αἱ ...?...αι
      γενική τῆς μάνδρᾱς τῶν μανδρῶν
      δοτική τῇ μάνδρ ταῖς μάνδραις
    αιτιατική τὴν μάνδρᾱν τὰς μάνδρᾱς
     κλητική ! μάνδρ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάνδρ
γεν-δοτ τοῖν  μάνδραιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μάνδρα < πιθανόν σημιτικής προέλευσης, αλλά ίσως και από το μάνδαλος ή το μανδάκης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάνδρα θηλυκό

  1. περιφραγμένη περιοχή
  2. μαντρί, στάβλος
      Ώσπερ πρόβατον της μάνδρας εξερχόμενον (Ασκητικά, Ισαάκ Σύρος, περίπου 613-700 )