Δείτε επίσης: Μάνδρα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάνδρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μάνδρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάνδρα θηλυκό

  1. περιφραγμένο οικόπεδο (μάντρα)
  2. περίβολος
  3. στάνη, στάβλος
  4. φωλιά
  5. (χριστιανισμός) μοναστήρι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Υποκοριστικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάνδρ αἱ ...?...αι
      γενική τῆς μάνδρᾱς τῶν μανδρῶν
      δοτική τῇ μάνδρ ταῖς μάνδραις
    αιτιατική τὴν μάνδρᾱν τὰς μάνδρᾱς
     κλητική ! μάνδρ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάνδρ
γεν-δοτ τοῖν  μάνδραιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάνδρα < πιθανόν σημιτικής προέλευσης, αλλά ίσως και από το μάνδαλος ή το μανδάκης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάνδρα θηλυκό

  1. περιφραγμένη περιοχή
  2. μαντρί, στάβλος
    ※  Ώσπερ πρόβατον της μάνδρας εξερχόμενον (Ασκητικά, Ισαάκ Σύρος, περίπου 613-700 )

  Πηγές επεξεργασία