Ετυμολογία

επεξεργασία
balèze < οξιτανική balès

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.lɛz/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
balèze balèzes

balèze (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μαντράχαλος
  2. (οικείο ή λαϊκότροπο) ψηλός και δυνατός
  3. (οικείο) που έχει μεγάλες γνώσεις πάνω σε ένα θέμα

Άλλες γραφές

επεξεργασία