balèze
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
balèze | balèzes |
balèze (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μαντράχαλος
- (οικείο ή λαϊκότροπο) ψηλός και δυνατός
- (οικείο) που έχει μεγάλες γνώσεις πάνω σε ένα θέμα