Ετυμολογία

επεξεργασία
στριμώχνω < μεσαιωνική ελληνική στρυμώνω < στρύμοξ

στριμώχνω

  1. βάζω κάτι πάρα πολύ κοντά σε άλλο, συνήθως σε περιορισμένο χώρο
  2. (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο ή σε πολύ δύσκολη θέση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • στριμώχνω στη γωνία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία