στριμώχνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στριμώχνω < μεσαιωνική ελληνική στρυμώνω < στρύμοξ
Ρήμα
επεξεργασίαστριμώχνω
- βάζω κάτι πάρα πολύ κοντά σε άλλο, συνήθως σε περιορισμένο χώρο
- (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο ή σε πολύ δύσκολη θέση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- στριμώχνω στη γωνία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στριμώχνω | στρίμωχνα | θα στριμώχνω | να στριμώχνω | στριμώχνοντας | |
β' ενικ. | στριμώχνεις | στρίμωχνες | θα στριμώχνεις | να στριμώχνεις | στρίμωχνε | |
γ' ενικ. | στριμώχνει | στρίμωχνε | θα στριμώχνει | να στριμώχνει | ||
α' πληθ. | στριμώχνουμε | στριμώχναμε | θα στριμώχνουμε | να στριμώχνουμε | ||
β' πληθ. | στριμώχνετε | στριμώχνατε | θα στριμώχνετε | να στριμώχνετε | στριμώχνετε | |
γ' πληθ. | στριμώχνουν(ε) | στρίμωχναν στριμώχναν(ε) |
θα στριμώχνουν(ε) | να στριμώχνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρίμωξα | θα στριμώξω | να στριμώξω | στριμώξει | ||
β' ενικ. | στρίμωξες | θα στριμώξεις | να στριμώξεις | στρίμωξε | ||
γ' ενικ. | στρίμωξε | θα στριμώξει | να στριμώξει | |||
α' πληθ. | στριμώξαμε | θα στριμώξουμε | να στριμώξουμε | |||
β' πληθ. | στριμώξατε | θα στριμώξετε | να στριμώξετε | στριμώξτε | ||
γ' πληθ. | στρίμωξαν στριμώξαν(ε) |
θα στριμώξουν(ε) | να στριμώξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στριμώξει | είχα στριμώξει | θα έχω στριμώξει | να έχω στριμώξει | ||
β' ενικ. | έχεις στριμώξει | είχες στριμώξει | θα έχεις στριμώξει | να έχεις στριμώξει | έχε στριμωγμένο | |
γ' ενικ. | έχει στριμώξει | είχε στριμώξει | θα έχει στριμώξει | να έχει στριμώξει | ||
α' πληθ. | έχουμε στριμώξει | είχαμε στριμώξει | θα έχουμε στριμώξει | να έχουμε στριμώξει | ||
β' πληθ. | έχετε στριμώξει | είχατε στριμώξει | θα έχετε στριμώξει | να έχετε στριμώξει | έχετε στριμωγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στριμώξει | είχαν στριμώξει | θα έχουν στριμώξει | να έχουν στριμώξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στριμωγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στριμωγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στριμωγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στριμωγμένο |