στρίμωγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρίμωγμα < στριμώχνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρίμωγμα ουδέτερο
- η συνέπεια του στριμώχνω
- η πίεση, η συμπίεση με σπρώξιμο
- (ειδικότερα): ο κάποιος αποκλεισμός καταδιωκόμενου ή ανακρινόμενου
- (γενικότερα): ο συνωστισμός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρίμωγμα
|