↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρίμωγμα τα στριμώγματα
      γενική του στριμώγματος των στριμωγμάτων
    αιτιατική το στρίμωγμα τα στριμώγματα
     κλητική στρίμωγμα στριμώγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρίμωγμα < στριμώχνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρίμωγμα ουδέτερο

  1. η συνέπεια του στριμώχνω
  2. η πίεση, η συμπίεση με σπρώξιμο
  3. (ειδικότερα): ο κάποιος αποκλεισμός καταδιωκόμενου ή ανακρινόμενου
  4. (γενικότερα): ο συνωστισμός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία