↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπρώξιμο τα σπρωξίματα
      γενική του σπρωξίματος των σπρωξιμάτων
    αιτιατική το σπρώξιμο τα σπρωξίματα
     κλητική σπρώξιμο σπρωξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπρώξιμο < (σπρώχνω) σπρωξ- + -ιμο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspɾo.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπρώ‐ξι‐μο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπρώξιμο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία