Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας heave
γ΄ ενικό ενεστώτα heaves
αόριστος heaved
παθητική μετοχή heaved
ενεργητική μετοχή heaving

  Ρήμα επεξεργασία

heave (en)

  Πηγές επεξεργασία