Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στριμωξίδι τα στριμωξίδια
      γενική του στριμωξιδιού των στριμωξιδιών
    αιτιατική το στριμωξίδι τα στριμωξίδια
     κλητική στριμωξίδι στριμωξίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στριμωξίδι < στριμώχνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στριμωξίδι ουδέτερο

  • Το ταξί μου πέφτει ακριβό αλλά το στριμωξίδι και το σπρωξίδι στο λεωφορείο δεν είναι φτηνό -της διπλανής μου της βούτηξαν το πορτοφόλι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία