Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραίωμα τα αραιώματα
      γενική του αραιώματος των αραιωμάτων
    αιτιατική το αραίωμα τα αραιώματα
     κλητική αραίωμα αραιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραίωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αραίωμα ουδέτερο

  • η ελάττωση της πυκνότητας υγρού

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία