κλιμακτηρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλιμακτηρικός < ελληνιστική κοινή κλιμακτηρικός < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ < κλῖμαξ
Επίθετο
επεξεργασίακλιμακτηρικός
- που έχει σχέση με κλιμακτήρα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που αφορά το έτος της ζωής ενός ανθρώπου που είναι πολλαπλάσιο του επτά
- (κατ’ επέκταση) κρίσιμος, επικίνδυνος
- (για καρπό) που ωριμάζει ακόμα και αν το κόψουμε από το δέντρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλιμακτηρικός