κρίσιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρίσιμος < αρχαία ελληνική κρίσιμος < κρίσις < κρίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.mɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.mi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.mɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κρίσιμος, -η, -ο
- που θα κρίνει, που θα έχει δηλαδή αποφασιστικό χαρακτήρα για την εξέλιξη ή την κατάληξη μιας υπόθεσης
- η σημερινή ψηφοφορία είναι κρίσιμη για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα
- (συνεκδοχικά) που εμπεριέχει κίνδυνο
- η θεραπεία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο