κρίσιμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρί‐σι‐μα
Επίρρημα επεξεργασία
κρίσιμα
- με κρισιμότητα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρίσιμα
κρίσιμα