παραθετικά
θετικός critical
συγκριτικός more critical
υπερθετικός most critical

  Επίθετο

επεξεργασία

critical (en)

  1. κριτικός, επικριτικός, λέω αυτό που πιστεύω ότι είναι κακό για κάποιον ή κάτι
    ⮡  He had an intensely critical attitude towards me.
    Πήρε έντονα κριτική στάση απέναντί μου.
    ⮡  critical comments - επικριτικά σχόλια
    ⮡  Don’t be so critical.
    Μην είσαι τόσο επικριτικός.
  2. κρίσιμος, σημαντικός
    ⮡  The first hours after an operation are always critical.
    Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
    ⮡  I am at a critical juncture in my life.
    Βρίσκομαι σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
  3. κρίσιμος, σοβαρός, αβέβαιος και πιθανώς επικίνδυνος
    ⮡  The victim was in very critical condition.
    Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
  4. κριτικός, κάνω δίκαιες, προσεκτικές κρίσεις για τις καλές και κακές ιδιότητες κάποιου ή κάτι
    ⮡  critical thinking - κριτική σκέψη
    ⮡  a critical mind - κριτικό νου
    ⮡  critical opinions on art - κριτικές απόψεις για την τέχνη