crux
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
crux (en)
- το καίριο σημείο, η "καρδιά" ενός ζητήματος
- (στην ορειβασία) το δυσκολότερο σημείο μιας αναρρίχησης
Επεξεργασία
Λατινικά (la) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
crux (la) θηλυκό γ' κλίσεως
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | crux | crucēs |
γενική | crucis | crucum |
δοτική | crucī | crucibus |
αιτιατική | crucem | crucēs |
κλητική | crux | crucēs |
αφαιρετική | cruce | crucibus |