σταυρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σταυρός | οι | σταυροί |
γενική | του | σταυρού | των | σταυρών |
αιτιατική | τον | σταυρό | τους | σταυρούς |
κλητική | σταυρέ | σταυροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταυρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σταυρός (ελληνιστική σημασία: σταυρός, αρχαία σημασία: όρθιος πάσσαλος)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [2] *steh₂-u-rós < *steh₂- (ἵστημι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /staˈvɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταυ‐ρός
- τονικό παρώνυμο: Σταύρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυρός αρσενικό
- (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα αποτελούμενο στην πιο απλή του μορφή από δύο ευθύγραμμα τμήματα τεμνόμενα σε γωνία 90 μοιρών
- όργανο εκτέλεσης κατά την αρχαιότητα
- (χριστιανισμός) θρησκευτικό σύμβολο
- ↪ ο Σταυρός του Ιησού Χριστού
- (βυζαντινή μουσική) μουσικό σύμβολο στη βυζαντινή σημειογραφία
- διακριτικό προτίμησης για επιλογή μεταξύ υποψηφίων ενός συνδυασμού κατά την εκλογική διαδικασία
- (εργαλεία και αντικείμενα)
- εργαλείο σχήματος σταυρού το οποίο χρησιμοποιείται για το ξεβίδωμα των μπουλονιών που συγκρατούν τους τροχούς των αυτοκινήτων
- ηλεκτρολογικό εξάρτημα που επιτρέπει την τροφοδοσία περισσότερων συσκευών από την ίδια ηλεκτρική παροχή (πρίζα)
- πλαστικό εργαλείο μίας χρήσης, που χρησιμοποιείται κατά την τοποθέτηση κεραμικών πλακιδίων για να καθοριστεί το μέγεθος του αρμού μεταξύ τους, διαθέσιμο σε 2,3,4,5, και 10 χιλιοστά
Εκφράσεις
επεξεργασία- με το σταυρό στο χέρι : με εντιμότητα, τίμια
- κάνω το σταυρό μου : σταυροκοπιέμαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- διασταυρώνω & συγγενικά
- δισταυρία
- μεγαλόσταυρος
- μονοσταυρία
- ολιγοσταυρία
- πολυσταυρία
- σταυρ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σταυρ- στο Βικιλεξικό
- σταυρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σταυρο- στο Βικιλεξικό
- τρισταυρία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σταυρός του Νότου
- Ερυθρός Σταυρός
- † (τυπογραφικό σύμβολο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωμετρικό σχήμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταυρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σταυρός | οἱ | σταυροί |
γενική | τοῦ | σταυροῦ | τῶν | σταυρῶν |
δοτική | τῷ | σταυρῷ | τοῖς | σταυροῖς |
αιτιατική | τὸν | σταυρόν | τοὺς | σταυρούς |
κλητική ὦ! | σταυρέ | σταυροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταυρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σταυροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταυρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *steh₂-u-rós < *steh₂- (ἵστημι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυρός αρσενικό
- παλούκι, όρθιος πάσσαλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 10 (11-12
- σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα / πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας.
- (ελληνιστική σημασία) σταυρός (μέσο σταύρωσης)
- (ελληνιστική σημασία) πάσσαλος ανασκολοπισμού
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Αρταξέρξης, 17, 7
- Καὶ πρὶν ἐν ὑποψίᾳ γενέσθαι βασιλέα τοῦ πράγματος, ἐγχειρίσασα τοῖς ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα, καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι, τὸ δὲ δέρμα χωρὶς διαπατταλεῦσαι.
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Αρταξέρξης, 17, 7
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- σταυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.