↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυρικός η σταυρική το σταυρικό
      γενική του σταυρικού της σταυρικής του σταυρικού
    αιτιατική τον σταυρικό τη σταυρική το σταυρικό
     κλητική σταυρικέ σταυρική σταυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυρικοί οι σταυρικές τα σταυρικά
      γενική των σταυρικών των σταυρικών των σταυρικών
    αιτιατική τους σταυρικούς τις σταυρικές τα σταυρικά
     κλητική σταυρικοί σταυρικές σταυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυρικός < (ελληνιστική κοινή) < σταυρ- + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταυρικός, -ή, ό

  1. σχετικός με το σταυρό
    ※  Περί του σταυρικού θανάτου του Χριστού (Πλάτων, Μητροπολίτης Μόσχας (Πλάτων Λέβσιν), μετάφραση από τον Αδαμάντιο Κοραή, Πλάτωνος μητροπολίτου Μόσχας Ορθόδοξος διδασκαλία : ήτοι σύνοψις της χριστιανικής θεολογίας, εκδ. Α. Κορομηλάς, έκδοση 1836, σελ. 110 [1])
  2. που έχει σχήμα σταυρού
    ※  Η εγγεγραμμένη σταυρική βασιλική των Γεράσων (Αναστάσιος Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική, 1952, σελ. 188)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία