Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλόστεγος η ξυλόστεγη το ξυλόστεγο
      γενική του ξυλόστεγου της ξυλόστεγης του ξυλόστεγου
    αιτιατική τον ξυλόστεγο την ξυλόστεγη το ξυλόστεγο
     κλητική ξυλόστεγε ξυλόστεγη ξυλόστεγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλόστεγοι οι ξυλόστεγες τα ξυλόστεγα
      γενική των ξυλόστεγων των ξυλόστεγων των ξυλόστεγων
    αιτιατική τους ξυλόστεγους τις ξυλόστεγες τα ξυλόστεγα
     κλητική ξυλόστεγοι ξυλόστεγες ξυλόστεγα
Και λόγιο θηλυκό ξυλόστεγος.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλόστεγος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ξυλόστεγος, ως όρος αρχιτεκτονικής για ναούς. Μορφολογικά αναλύεται σε ξυλό- + στέγ(η) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksiˈlo.ste.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐λό‐στε‐γος

  Επίθετο επεξεργασία

ξυλόστεγος, -η/ος, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλόστεγος < ξυλό- + στέγ(η) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ξυλόστεγος

  • (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του ξυλοστεγής
    ※  11ος/12ος αιώνας Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ιστορικών […] - Corpus scriptorum historiae byzantinae: Georgius Cedrenus, Bonnae:Weber, 1838, σελ.699, 2 (698-699). [γλώσσα: (λόγια μεσαιωνική)]
    ἔκτισε δὲ καὶ τὸ λωβῶν γηροκομεῖον εἰς τὰ Ἠρίου, τὸ λεγόμενον τοῦ ζωτικοῦ ἐγχόρηγον, διὰ τὸ ὑπὸ τῶν Σθλαβίνων καῆναι ξυλόστεγον ὄν, καὶ πολλὰ ἐν αὐτῷ ἐχορήγησε πρὸς θεραπείαν τῶν λωβῶν ἀδελφῶν.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία