Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόχωρος η μονόχωρη το μονόχωρο
      γενική του μονόχωρου της μονόχωρης του μονόχωρου
    αιτιατική τον μονόχωρο τη μονόχωρη το μονόχωρο
     κλητική μονόχωρε μονόχωρη μονόχωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόχωροι οι μονόχωρες τα μονόχωρα
      γενική των μονόχωρων των μονόχωρων των μονόχωρων
    αιτιατική τους μονόχωρους τις μονόχωρες τα μονόχωρα
     κλητική μονόχωροι μονόχωρες μονόχωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόχωρος < (ελληνιστική κοινήμονόχωρος < μόνος + χῶρος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόχωρος, -η, -ο

  • που αποτελείται από έναν χώρο
    Οι δίχωρες κατοικίες και τα μονόχωρα στούντιο διαθέτουν όλες τις ανέσεις για την ευχάριστη διαμονή σας, καθώς και πλήρη εξοπλισμένη κουζίνα με μεγάλο ψυγείο. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία