δίχωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίχωρος | η | δίχωρη | το | δίχωρο |
γενική | του | δίχωρου | της | δίχωρης | του | δίχωρου |
αιτιατική | τον | δίχωρο | τη | δίχωρη | το | δίχωρο |
κλητική | δίχωρε | δίχωρη | δίχωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίχωροι | οι | δίχωρες | τα | δίχωρα |
γενική | των | δίχωρων | των | δίχωρων | των | δίχωρων |
αιτιατική | τους | δίχωρους | τις | δίχωρες | τα | δίχωρα |
κλητική | δίχωροι | δίχωρες | δίχωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδίχωρος, -η, -ο
- που έχει δύο χώρους, που διαιρείται σε δύο τμήματα
- Οι δίχωρες κατοικίες και τα μονόχωρα στούντιο διαθέτουν όλες τις ανέσεις για την ευχάριστη διαμονή σας, καθώς και πλήρη εξοπλισμένη κουζίνα με μεγάλο ψυγείο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίχωρος
|