Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναΰδριο τα ναΰδρια
      γενική του ναΰδριου
ναϋδρίου
των ναΰδριων
ναϋδρίων
    αιτιατική το ναΰδριο τα ναΰδρια
     κλητική ναΰδριο ναΰδρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναΰδριο < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ύδριο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ναΰδριον < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον < αρχαία ελληνική ναός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναΰδριο[1] [2] ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ναός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. "-ύδριο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)