ναΰδριον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ναΰδριον | τὰ | ναΰδριᾰ |
γενική | τοῦ | ναϋδρίου | τῶν | ναϋδρίων |
δοτική | τῷ | ναϋδρίῳ | τοῖς | ναϋδρίοις |
αιτιατική | τὸ | ναΰδριον | τὰ | ναΰδριᾰ |
κλητική ὦ! | ναΰδριον | ναΰδριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναϋδρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναϋδρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ναΰδριον < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναΰδριον ουδέτερο