ασταύρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασταύρωτος, -η, -ο
- που δε σταυρώθηκε. δε βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο σταυρό
- που δε διασταυρώθηκε, δε σχημάτισε σταυρό με κάτι άλλο
- (μτφ.) ανενόχλητος, που δεν υπέστη φορτικές ενοχλήσεις
- κανέναν δεν άφησε ασταύρωτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασταύρωτος
|