σταυρωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταυρωτός < σταυρώνω + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈtos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /sta.vɾoˈto/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίασταυρωτός, -ή, -ό
- που έχει ή γίνεται σε σχήμα σταυρού