Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταυρωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σταυρωτ
ός
η
σταυρωτ
ή
το
σταυρωτ
ό
γενική
του
σταυρωτ
ού
της
σταυρωτ
ής
του
σταυρωτ
ού
αιτιατική
τον
σταυρωτ
ό
τη
σταυρωτ
ή
το
σταυρωτ
ό
κλητική
σταυρωτ
έ
σταυρωτ
ή
σταυρωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σταυρωτ
οί
οι
σταυρωτ
ές
τα
σταυρωτ
ά
γενική
των
σταυρωτ
ών
των
σταυρωτ
ών
των
σταυρωτ
ών
αιτιατική
τους
σταυρωτ
ούς
τις
σταυρωτ
ές
τα
σταυρωτ
ά
κλητική
σταυρωτ
οί
σταυρωτ
ές
σταυρωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταυρωτός
<
σταυρώνω
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sta.vɾoˈtos
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
sta.vɾoˈti
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
sta.vɾoˈto
/
ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
σταυρωτός
, -ή, -ό
που έχει ή γίνεται σε σχήμα
σταυρού
Συγγενικά
επεξεργασία
σταυρωτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταυρωτός
αγγλικά
:
cruciate
(en)
,
cross-shaped
(en)
,
crossed
(en)
γαλλικά
:
croisé
(fr)