πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυρωτός η σταυρωτή το σταυρωτό
      γενική του σταυρωτού της σταυρωτής του σταυρωτού
    αιτιατική τον σταυρωτό τη σταυρωτή το σταυρωτό
     κλητική σταυρωτέ σταυρωτή σταυρωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυρωτοί οι σταυρωτές τα σταυρωτά
      γενική των σταυρωτών των σταυρωτών των σταυρωτών
    αιτιατική τους σταυρωτούς τις σταυρωτές τα σταυρωτά
     κλητική σταυρωτοί σταυρωτές σταυρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυρωτός < σταυρώνω + -τος
ΔΦΑ : /sta.vɾoˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /sta.vɾoˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /sta.vɾoˈto/ ουδέτερο

σταυρωτός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία