δισταυρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδισταυρία θηλυκό
- η δυνατότητα που παρέχεται σε ψηφοφόρο να σημειώσει μέχρι δύο σταυρούς προτίμησης σε κάποιο ψηφοδέλτιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δισταυρία
|
Δείτε επίσης : δίσταυρο |
δισταυρία θηλυκό
|