διασταυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασταυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασταυρ(ῶ) / διασταυρ(όω) + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.a.staˈvɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σταυ-ρώ-νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιασταυρώνω, αόρ.: διασταύρωσα, παθ.φωνή: διασταυρώνομαι, μτχ.π.ε.: διασταυρούμενος, π.αόρ.: διασταυρώθηκα, μτχ.π.π.: διασταυρωμένος
- τοποθετώ σταυρωτά:
- (κυριολεκτικά) όπως για τα ξίφη στην ξιφομαχία
- (μεταφορικά)
- ⮡ Οι πολιτικοί αρχηγοί διασταύρωσαν τα ξίφη τους στη συζήτηση επί του προϋπολογισμού.
- ελέγχω, επαληθεύω, αντιπαραβάλλω
- ⮡ Σε παρακαλώ, μη δημοσιοποιείς πληροφορίες που δεν έχεις διασταυρώσει πρωτύτερα.
- ενώνω ένα είδος με άλλο:
- (βιολογία) για φυτά, για ζώα
- ⮡ Διασταυρώνουν σκυλιά για να δημιουργούν καινούργιες ράτσες και το αποτέλεσμα είναι αντίθετο από τη φυσική διασταύρωση, γιατί η τελευταία παράγει ανθεκτικότερους οργανισμούς
- για πολτισμούς ή και φυλές ανθρώπων
- ⮡ Οι πρόγονοι του Homo sapiens διασταυρώνονταν και με άλλα είδη, οπότε αποκτούσαν απογόνους...
- ※ Πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη. (Άρης Βελουχιώτης, Ριζοσπάστης, 1944.10.22.)
- (βιολογία) για φυτά, για ζώα
Εκφράσεις
επεξεργασία- διασταυρώνω τα ξίφη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διά και σταυρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασταυρώνω | διασταύρωνα | θα διασταυρώνω | να διασταυρώνω | διασταυρώνοντας | |
β' ενικ. | διασταυρώνεις | διασταύρωνες | θα διασταυρώνεις | να διασταυρώνεις | διασταύρωνε | |
γ' ενικ. | διασταυρώνει | διασταύρωνε | θα διασταυρώνει | να διασταυρώνει | ||
α' πληθ. | διασταυρώνουμε | διασταυρώναμε | θα διασταυρώνουμε | να διασταυρώνουμε | ||
β' πληθ. | διασταυρώνετε | διασταυρώνατε | θα διασταυρώνετε | να διασταυρώνετε | διασταυρώνετε | |
γ' πληθ. | διασταυρώνουν(ε) | διασταύρωναν διασταυρώναν(ε) |
θα διασταυρώνουν(ε) | να διασταυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασταύρωσα | θα διασταυρώσω | να διασταυρώσω | διασταυρώσει | ||
β' ενικ. | διασταύρωσες | θα διασταυρώσεις | να διασταυρώσεις | διασταύρωσε | ||
γ' ενικ. | διασταύρωσε | θα διασταυρώσει | να διασταυρώσει | |||
α' πληθ. | διασταυρώσαμε | θα διασταυρώσουμε | να διασταυρώσουμε | |||
β' πληθ. | διασταυρώσατε | θα διασταυρώσετε | να διασταυρώσετε | διασταυρώστε | ||
γ' πληθ. | διασταύρωσαν διασταυρώσαν(ε) |
θα διασταυρώσουν(ε) | να διασταυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασταυρώσει | είχα διασταυρώσει | θα έχω διασταυρώσει | να έχω διασταυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασταυρώσει | είχες διασταυρώσει | θα έχεις διασταυρώσει | να έχεις διασταυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασταυρώσει | είχε διασταυρώσει | θα έχει διασταυρώσει | να έχει διασταυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασταυρώσει | είχαμε διασταυρώσει | θα έχουμε διασταυρώσει | να έχουμε διασταυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασταυρώσει | είχατε διασταυρώσει | θα έχετε διασταυρώσει | να έχετε διασταυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασταυρώσει | είχαν διασταυρώσει | θα έχουν διασταυρώσει | να έχουν διασταυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασταυρώνομαι | διασταυρωνόμουν(α) | θα διασταυρώνομαι | να διασταυρώνομαι | διασταυρωνόμενος | |
β' ενικ. | διασταυρώνεσαι | διασταυρωνόσουν(α) | θα διασταυρώνεσαι | να διασταυρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | διασταυρώνεται | διασταυρωνόταν(ε) | θα διασταυρώνεται | να διασταυρώνεται | ||
α' πληθ. | διασταυρωνόμαστε | διασταυρωνόμαστε διασταυρωνόμασταν |
θα διασταυρωνόμαστε | να διασταυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διασταυρώνεστε | διασταυρωνόσαστε διασταυρωνόσασταν |
θα διασταυρώνεστε | να διασταυρώνεστε | (διασταυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | διασταυρώνονται | διασταυρώνονταν διασταυρωνόντουσαν |
θα διασταυρώνονται | να διασταυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασταυρώθηκα | θα διασταυρωθώ | να διασταυρωθώ | διασταυρωθεί | ||
β' ενικ. | διασταυρώθηκες | θα διασταυρωθείς | να διασταυρωθείς | διασταυρώσου | ||
γ' ενικ. | διασταυρώθηκε | θα διασταυρωθεί | να διασταυρωθεί | |||
α' πληθ. | διασταυρωθήκαμε | θα διασταυρωθούμε | να διασταυρωθούμε | |||
β' πληθ. | διασταυρωθήκατε | θα διασταυρωθείτε | να διασταυρωθείτε | διασταυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | διασταυρώθηκαν διασταυρωθήκαν(ε) |
θα διασταυρωθούν(ε) | να διασταυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διασταυρωθεί | είχα διασταυρωθεί | θα έχω διασταυρωθεί | να έχω διασταυρωθεί | διασταυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διασταυρωθεί | είχες διασταυρωθεί | θα έχεις διασταυρωθεί | να έχεις διασταυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διασταυρωθεί | είχε διασταυρωθεί | θα έχει διασταυρωθεί | να έχει διασταυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διασταυρωθεί | είχαμε διασταυρωθεί | θα έχουμε διασταυρωθεί | να έχουμε διασταυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διασταυρωθεί | είχατε διασταυρωθεί | θα έχετε διασταυρωθεί | να έχετε διασταυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διασταυρωθεί | είχαν διασταυρωθεί | θα έχουν διασταυρωθεί | να έχουν διασταυρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διασταυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι διασταυρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διασταυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διασταυρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διασταυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διασταυρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διασταυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διασταυρωμένοι |