Ετυμολογία

επεξεργασία
διασταυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασταυρ(ῶ) / διασταυρ(όω) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.a.staˈvɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σταυ-ρώ-νω

διασταυρώνω, αόρ.: διασταύρωσα, παθ.φωνή: διασταυρώνομαι, μτχ.π.ε.: διασταυρούμενος, π.αόρ.: διασταυρώθηκα, μτχ.π.π.: διασταυρωμένος

  1. τοποθετώ σταυρωτά:
    1. (κυριολεκτικά) όπως για τα ξίφη στην ξιφομαχία
    2. (μεταφορικά)
      ⮡  Οι πολιτικοί αρχηγοί διασταύρωσαν τα ξίφη τους στη συζήτηση επί του προϋπολογισμού.
  2. ελέγχω, επαληθεύω, αντιπαραβάλλω
    ⮡  Σε παρακαλώ, μη δημοσιοποιείς πληροφορίες που δεν έχεις διασταυρώσει πρωτύτερα.
  3. ενώνω ένα είδος με άλλο:
    1. (βιολογία) για φυτά, για ζώα
      ⮡  Διασταυρώνουν σκυλιά για να δημιουργούν καινούργιες ράτσες και το αποτέλεσμα είναι αντίθετο από τη φυσική διασταύρωση, γιατί η τελευταία παράγει ανθεκτικότερους οργανισμούς
    2. για πολτισμούς ή και φυλές ανθρώπων
      ⮡  Οι πρόγονοι του Homo sapiens διασταυρώνονταν και με άλλα είδη, οπότε αποκτούσαν απογόνους...
      ※  Πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ' άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη. (Άρης Βελουχιώτης, Ριζοσπάστης, 1944.10.22.)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διά και σταυρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία