Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασταυρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διασταυρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

διασταυρώνομαι

  1. συναντιέμαι
    ※  Την άλλη μέρα διασταυρώθηκε με την κυρία στο διάδρομο. (Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας Σαν ένας περήφανος άντρας [διήγημα])
  2. αλληλοεπηρεάζομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία