Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασταυρούμενος η διασταυρούμενη το διασταυρούμενο
      γενική του διασταυρούμενου της διασταυρούμενης του διασταυρούμενου
    αιτιατική τον διασταυρούμενο τη διασταυρούμενη το διασταυρούμενο
     κλητική διασταυρούμενε διασταυρούμενη διασταυρούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασταυρούμενοι οι διασταυρούμενες τα διασταυρούμενα
      γενική των διασταυρούμενων των διασταυρούμενων των διασταυρούμενων
    αιτιατική τους διασταυρούμενους τις διασταυρούμενες τα διασταυρούμενα
     κλητική διασταυρούμενοι διασταυρούμενες διασταυρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασταυρούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασταυρούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος διασταυροῦμαι (οχυρώνω με πασσάλους)[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική croisé[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.staˈvɾu.me.nos/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐σταυ‐ρού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

διασταυρούμενος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα (διασταυρώνομαι) του ρήματος διασταυρώνω
    διασταυρούμενα ξίφη
    Οι διασταυρούμενες οι αλυσίδες, σχηματίζουν το τσαπράζι.
    Σε οδούς βαρειάς κυκλοφορίας ή οδούς αυξηµένης σηµασίας, µε τις τυχόν διασταυρούµενες οδούς, καθώς και τα πεζοδρόµια.
    διασταυρούμενη ευθύνη σε ασφαλιστική κάλυψη

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διασταυρώνω, διά και σταυρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

{{}} επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Μετοχή επεξεργασία

διασταυρούμενος, -η, -ον

Κλίση επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διασταυρούμενος διασταυρουμένη τὸ διασταυρούμενον
      γενική τοῦ διασταυρουμένου τῆς διασταυρουμένης τοῦ διασταυρουμένου
      δοτική τῷ διασταυρουμέν τῇ διασταυρουμέν τῷ διασταυρουμέν
    αιτιατική τὸν διασταυρούμενον τὴν διασταυρουμένην τὸ διασταυρούμενον
     κλητική ! διασταυρούμενε διασταυρουμένη διασταυρούμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διασταυρούμενοι αἱ διασταυρούμεναι τὰ διασταυρούμεν
      γενική τῶν διασταυρουμένων τῶν διασταυρουμένων τῶν διασταυρουμένων
      δοτική τοῖς διασταυρουμένοις ταῖς διασταυρουμέναις τοῖς διασταυρουμένοις
    αιτιατική τοὺς διασταυρουμένους τὰς διασταυρουμένᾱς τὰ διασταυρούμεν
     κλητική ! διασταυρούμενοι διασταυρούμεναι διασταυρούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διασταυρουμένω τὼ διασταυρουμέν τὼ διασταυρουμένω
      γεν-δοτ τοῖν διασταυρουμένοιν τοῖν διασταυρουμέναιν τοῖν διασταυρουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
  1. διασταυρούμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. διασταυρούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας