διασταυρούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασταυρούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασταυρούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος διασταυροῦμαι (οχυρώνω με πασσάλους)[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική croisé[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.staˈvɾu.me.nos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐σταυ‐ρού‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
διασταυρούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (διασταυρώνομαι) του ρήματος διασταυρώνω
- ↪ διασταυρούμενα ξίφη
- ↪ Οι διασταυρούμενες οι αλυσίδες, σχηματίζουν το τσαπράζι.
- ↪ Σε οδούς βαρειάς κυκλοφορίας ή οδούς αυξηµένης σηµασίας, µε τις τυχόν διασταυρούµενες οδούς, καθώς και τα πεζοδρόµια.
- ↪ διασταυρούμενη ευθύνη σε ασφαλιστική κάλυψη
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διασταυρώνω, διά και σταυρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασταυρούμενος
|
{{}} επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
διασταυρούμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (διασταυροῦμαι) του ρήματος διασταυρῶ (ασυναίρετο: διασταυρόω)
Κλίση επεξεργασία
- ↑ διασταυρούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ διασταυρούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας