↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταύρωμα τα σταυρώματα
      γενική του σταυρώματος των σταυρωμάτων
    αιτιατική το σταύρωμα τα σταυρώματα
     κλητική σταύρωμα σταυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταύρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταύρωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία