Δείτε επίσης: Εσταυρωμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσταυρωμένος η εσταυρωμένη το εσταυρωμένο
      γενική του εσταυρωμένου της εσταυρωμένης του εσταυρωμένου
    αιτιατική τον εσταυρωμένο την εσταυρωμένη το εσταυρωμένο
     κλητική εσταυρωμένε εσταυρωμένη εσταυρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσταυρωμένοι οι εσταυρωμένες τα εσταυρωμένα
      γενική των εσταυρωμένων των εσταυρωμένων των εσταυρωμένων
    αιτιατική τους εσταυρωμένους τις εσταυρωμένες τα εσταυρωμένα
     κλητική εσταυρωμένοι εσταυρωμένες εσταυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εσταυρωμένος < αρχαία ελληνική σταυρόω

εσταυρωμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  1. που έχει σταυρωθεί, που έχει καθηλωθεί πάνω σε σταυρό
  2. που θανατώθηκε επί σταυρού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία