crucifié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crucifié | crucifiés |
θηλυκό | crucifiée | crucifiées |
Επίθετο επεξεργασία
crucifié (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | crucifié | crucifiés |
θηλυκό | crucifiée | crucifiées |
crucifié (fr)