Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυροκοπιέμαι < σταυρο- + -κοπάω / -κοπώ στον παθητικό τύπο -κοπιέμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sta.vɾo.koˈpçe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταυ‐ρο‐κο‐πιέ‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

σταυροκοπιέμαι, π.αόρ.: σταυροκοπήθηκα, μτχ.π.π.: σταυροκοπημένος (χωρίς ενεργητική φωνή)

  • κάνω (συνήθως παραπάνω από μια φορά) το σταυρό μου, δηλαδή το σημείο του σταυρού επάνω μου, είτε από έκπληξη, είτε από δέος, φόβο
    ※  Τρέχει ἔξω· κράζει τούς συντρόφους του. Γυρίζουν ἐκεῖνοι στίς φωνές, κοιτάζουν καί σταυροκοπιοῦνται. Ἄγγελος εἶναι, ἄνθρωπος εἶναι, δέν ξέρουν. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Οι φρεγάδες)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σταυρός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία