σταυροκοπιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sta.vɾo.koˈpçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταυ‐ρο‐κο‐πιέ‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
σταυροκοπιέμαι, π.αόρ.: σταυροκοπήθηκα, μτχ.π.π.: σταυροκοπημένος (χωρίς ενεργητική φωνή)
- κάνω (συνήθως παραπάνω από μια φορά) το σταυρό μου, δηλαδή το σημείο του σταυρού επάνω μου, είτε από έκπληξη, είτε από δέος, φόβο
- ※ Τρέχει ἔξω· κράζει τούς συντρόφους του. Γυρίζουν ἐκεῖνοι στίς φωνές, κοιτάζουν καί σταυροκοπιοῦνται. Ἄγγελος εἶναι, ἄνθρωπος εἶναι, δέν ξέρουν. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Οι φρεγάδες)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- σταυροκοπούμαι (σπάνιο)
- σταυροκοπιώμαι (λαϊκότροπο)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σταυρός
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταυροκοπιέμαι | σταυροκοπιόμουν(α) | θα σταυροκοπιέμαι | να σταυροκοπιέμαι | ||
β' ενικ. | σταυροκοπιέσαι | σταυροκοπιόσουν(α) | θα σταυροκοπιέσαι | να σταυροκοπιέσαι | ||
γ' ενικ. | σταυροκοπιέται | σταυροκοπιόταν(ε) | θα σταυροκοπιέται | να σταυροκοπιέται | ||
α' πληθ. | σταυροκοπιόμαστε | σταυροκοπιόμαστε σταυροκοπιόμασταν |
θα σταυροκοπιόμαστε | να σταυροκοπιόμαστε | ||
β' πληθ. | σταυροκοπιέστε | σταυροκοπιόσαστε σταυροκοπιόσασταν |
θα σταυροκοπιέστε | να σταυροκοπιέστε | σταυροκοπιέστε | |
γ' πληθ. | σταυροκοπιούνται | σταυροκοπιόνταν(ε) σταυροκοπιούνταν σταυροκοπιόντουσαν |
θα σταυροκοπιούνται | να σταυροκοπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σταυροκοπήθηκα | θα σταυροκοπηθώ | να σταυροκοπηθώ | σταυροκοπηθεί | ||
β' ενικ. | σταυροκοπήθηκες | θα σταυροκοπηθείς | να σταυροκοπηθείς | σταυροκοπήσου | ||
γ' ενικ. | σταυροκοπήθηκε | θα σταυροκοπηθεί | να σταυροκοπηθεί | |||
α' πληθ. | σταυροκοπηθήκαμε | θα σταυροκοπηθούμε | να σταυροκοπηθούμε | |||
β' πληθ. | σταυροκοπηθήκατε | θα σταυροκοπηθείτε | να σταυροκοπηθείτε | σταυροκοπηθείτε | ||
γ' πληθ. | σταυροκοπήθηκαν σταυροκοπηθήκαν(ε) |
θα σταυροκοπηθούν(ε) | να σταυροκοπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σταυροκοπηθεί | είχα σταυροκοπηθεί | θα έχω σταυροκοπηθεί | να έχω σταυροκοπηθεί | σταυροκοπημένος | |
β' ενικ. | έχεις σταυροκοπηθεί | είχες σταυροκοπηθεί | θα έχεις σταυροκοπηθεί | να έχεις σταυροκοπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σταυροκοπηθεί | είχε σταυροκοπηθεί | θα έχει σταυροκοπηθεί | να έχει σταυροκοπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σταυροκοπηθεί | είχαμε σταυροκοπηθεί | θα έχουμε σταυροκοπηθεί | να έχουμε σταυροκοπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σταυροκοπηθεί | είχατε σταυροκοπηθεί | θα έχετε σταυροκοπηθεί | να έχετε σταυροκοπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σταυροκοπηθεί | είχαν σταυροκοπηθεί | θα έχουν σταυροκοπηθεί | να έχουν σταυροκοπηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σταυροκοπημένος - είμαστε, είστε, είναι σταυροκοπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σταυροκοπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σταυροκοπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σταυροκοπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σταυροκοπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σταυροκοπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σταυροκοπημένοι |