σταυροκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.vɾo.ko.piˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σταυ‐ρο‐κο‐πη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασταυροκοπημένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος σταυροκοπιέμαι και σταυροκοπούμαι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σταυροκοπιέμαι, σταυρός και κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταυροκοπημένος
|