σταυροκοπημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασταυροκοπημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σταυροκοπημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σταυροκοπημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σταυροκοπημένος