σταυροκόπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταυροκόπι | τα | σταυροκόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σταυροκόπι | τα | σταυροκόπια |
κλητική | σταυροκόπι | σταυροκόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταυροκόπι < σταυροκόπημα + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταυροκόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σταυροκόπημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταυροκόπι
|