• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλούκι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλούκι τα παλούκια
      γενική του παλουκιού των παλουκιών
    αιτιατική το παλούκι τα παλούκια
     κλητική παλούκι παλούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλούκι < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παλούκι ουδέτερο (πληθυντικός : παλούκια)

  1. o πάσσαλος
  2. το ανδρικό μόριο
  3. (μεταφορικά) δύσκολο πρόβλημα
    ≈ συνώνυμα: μανίκι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πάσσαλος
  • αγγλικά : stake (en), post (en), pale (en), pile (en)
  • γαλλικά : piquet (fr), poteau (fr)
    δύσκολο πρόβλημα
  • αγγλικά : poser (en), hairy (en)
  • γαλλικά : os (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλούκι&oldid=5553224"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Απριλίου 2022, στις 19:25
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Απριλίου 2022, στις 19:25.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie