ξεπαλουκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεπαλουκώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπαλουκώνω | ξεπαλούκωνα | θα ξεπαλουκώνω | να ξεπαλουκώνω | ξεπαλουκώνοντας | |
β' ενικ. | ξεπαλουκώνεις | ξεπαλούκωνες | θα ξεπαλουκώνεις | να ξεπαλουκώνεις | ξεπαλούκωνε | |
γ' ενικ. | ξεπαλουκώνει | ξεπαλούκωνε | θα ξεπαλουκώνει | να ξεπαλουκώνει | ||
α' πληθ. | ξεπαλουκώνουμε | ξεπαλουκώναμε | θα ξεπαλουκώνουμε | να ξεπαλουκώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεπαλουκώνετε | ξεπαλουκώνατε | θα ξεπαλουκώνετε | να ξεπαλουκώνετε | ξεπαλουκώνετε | |
γ' πληθ. | ξεπαλουκώνουν(ε) | ξεπαλούκωναν ξεπαλουκώναν(ε) |
θα ξεπαλουκώνουν(ε) | να ξεπαλουκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπαλούκωσα | θα ξεπαλουκώσω | να ξεπαλουκώσω | ξεπαλουκώσει | ||
β' ενικ. | ξεπαλούκωσες | θα ξεπαλουκώσεις | να ξεπαλουκώσεις | ξεπαλούκωσε | ||
γ' ενικ. | ξεπαλούκωσε | θα ξεπαλουκώσει | να ξεπαλουκώσει | |||
α' πληθ. | ξεπαλουκώσαμε | θα ξεπαλουκώσουμε | να ξεπαλουκώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεπαλουκώσατε | θα ξεπαλουκώσετε | να ξεπαλουκώσετε | ξεπαλουκώστε | ||
γ' πληθ. | ξεπαλούκωσαν ξεπαλουκώσαν(ε) |
θα ξεπαλουκώσουν(ε) | να ξεπαλουκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπαλουκώσει | είχα ξεπαλουκώσει | θα έχω ξεπαλουκώσει | να έχω ξεπαλουκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπαλουκώσει | είχες ξεπαλουκώσει | θα έχεις ξεπαλουκώσει | να έχεις ξεπαλουκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπαλουκώσει | είχε ξεπαλουκώσει | θα έχει ξεπαλουκώσει | να έχει ξεπαλουκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπαλουκώσει | είχαμε ξεπαλουκώσει | θα έχουμε ξεπαλουκώσει | να έχουμε ξεπαλουκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπαλουκώσει | είχατε ξεπαλουκώσει | θα έχετε ξεπαλουκώσει | να έχετε ξεπαλουκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπαλουκώσει | είχαν ξεπαλουκώσει | θα έχουν ξεπαλουκώσει | να έχουν ξεπαλουκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπαλουκώνω
|