Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεπαλούκωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξεπαλούκωμα
τα
ξεπαλουκώμα
τ
α
γενική
του
ξεπαλουκώμα
τ
ος
των
ξεπαλουκωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξεπαλούκωμα
τα
ξεπαλουκώμα
τ
α
κλητική
ξεπαλούκωμα
ξεπαλουκώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεπαλούκωμα
<
ξεπαλουκώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεπαλούκωμα
ουδέτερο
η
αφαίρεση
των
παλουκιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεπαλούκωμα