Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλουκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παλουκώνω

  Ρήμα επεξεργασία

παλουκώνομαι

→ δείτε τη λέξη παλουκώνω