Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλουκοκαύτης οι παλουκοκαύτες
      γενική του παλουκοκαύτη των παλουκοκαυτών
    αιτιατική τον παλουκοκαύτη τους παλουκοκαύτες
     κλητική παλουκοκαύτη παλουκοκαύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλουκοκαύτης < παλούκι + καυ- (< καίω, καύση) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλουκοκαύτης αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Χρησιμοποιείται μόνο στην παροιμιώδη έκφραση Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, επειδή τα κρύα του Μαρτίου έρχονταν ξαφνικά και ενώ είχαν πια εξαντληθεί μετά το χειμώνα τα αποθέματα σε ξύλα για κάψιμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία