παλουκοκαύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαλουκοκαύτης αρσενικό
- (προφορικό) αυτός που μας αναγκάζει να κάψουμε ακόμα και τα παλούκια από τους φράχτες για να ζεσταθούμε
Σημειώσεις
επεξεργασία- Χρησιμοποιείται μόνο στην παροιμιώδη έκφραση Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, επειδή τα κρύα του Μαρτίου έρχονταν ξαφνικά και ενώ είχαν πια εξαντληθεί μετά το χειμώνα τα αποθέματα σε ξύλα για κάψιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλουκοκαύτης
|