Ετυμολογία

επεξεργασία
παλούκιν < *παλούκ(ιον) (μαρτυρείται σε Σχόλιο) + -ιν < υστερολατινική *paluceus < λατινική palus [1]
Μορφολογικά, πιθανόν πάλ(ος) + -ούκιν < *paluceum [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλούκιν ουδέτερο

  1. το παλούκι, ο πάσσαλος, το δοκάρι
  2. όργανο βασανισμού[3]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. παλούκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. παλούκι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  3. παλούκι pdfΚάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'παλούκι'.