↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλόσταυρος οι μεγαλόσταυροι
      γενική του μεγαλοσταύρου
μεγαλόσταυρου
των μεγαλοσταύρων
    αιτιατική τον μεγαλόσταυρο τους μεγαλοσταύρους
μεγαλόσταυρους
     κλητική μεγαλόσταυρε μεγαλόσταυροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλόσταυρος < μεγάλος + σταυρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαλόσταυρος αρσενικό

  • αριστείο ή παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος που ιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και το οποίο απονέμει την ύψιστη αυτή τιμή από το 1833 σε άτομα που θεωρείται ότι παρείχαν εξαιρετικές υπηρεσίες προς την πατρίδα - συνήθως ο μεγάλος σταυρός είναι προσαρτημένος σε μια ταινία που περνιέται χιαστί στόν ώμο του παρασημοφορούμενου)
    Με το μεγαλόσταυρο στην Ελλάδα έχουν τιμηθεί 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ο Όθωνας, ο Ανδρέας Μιαούλης και πρόσφατα οι Κωστής Στεφανόπουλος και Κάρολος Παπούλιας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία