κρίσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρίσῐς | αἱ | κρίσεις |
γενική | τῆς | κρίσεως | τῶν | κρίσεων |
δοτική | τῇ | κρίσει | ταῖς | κρίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κρίσῐν | τὰς | κρίσεις |
κλητική ὦ! | κρίσῐ | κρίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρίσις < κρίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρίσις θηλυκό
- διαχωρισμός, διάκριση
- η κρίση, η απόφαση κάποιου που κρίνει
- δίκη ή καταδίκη
- η ερμηνεία ονείρων ή άλλων σημαδιών
- αγώνας, διαγωνισμός ή δοκιμή
- διαφωνία, διαμάχη
- αυτό που κρίνει ένα γεγονός, μια εξέλιξη
- κρίσιμο σημείο μιας ασθένειας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρίνω
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με συνθετικό 'κρίσις' στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -κρισις @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- κρίσις - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- κρίσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρίσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.