κλιμακτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλιμακτήρας < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ < κλῖμαξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλιμακτήρας αρσενικό
- άλλη μορφή του κλιμακτήρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλιμακτήρας
|
κλιμακτήρας αρσενικό
|