Ετυμολογία

επεξεργασία
κλιμάκιον < υποκοριστικό του ουσιαστικού κλῖμαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλιμάκιον ουδέτερο

  1. μικρή σκάλα
  2. σκαλί