ενεστώτας tie up
γ΄ ενικό ενεστώτα ties up
αόριστος tied up
παθητική μετοχή tied up
ενεργητική μετοχή tying up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tie up < → δείτε τις λέξεις tie και up

tie up (en)

  1. δένω, σταθεροποιώ αντικείμενο ώστε να είναι στη θέση που θέλω
    ⮡  Is the boat tied up?
    Είναι δεμένη η βάρκα;
     συνώνυμα: tie down, → δείτε τη λέξη tie
  2. δεσμεύω, μπλοκάρω, ειδικά για χρήματα που επενδύονται ώστε να μην είναι εύκολα διαθέσιμα
    ⮡  He has tied up his funds.
    Έχει δεσμεύσει τα κεφάλαιά του.
    ⮡  goods tied up at customs - δεσμευμένα εμπορεύματα στο τελωνείο
    ⮡  Our capital is tied up in real estate.
    Τα κεφάλαιά μας είναι μπλοκαρισμένα σ' ακίνητα.
     συνώνυμα: lock up